κάρβων

κάρβων
κάρβων, -ωνος, ὁ (Α)
κάρβουνο, άνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. carbo, -onis «άνθρακας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κάρβων — carbo masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβώνων — κάρβων carbo masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωνα — κάρβων carbo masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωνας — κάρβων carbo masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωνες — κάρβων carbo masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωνι — κάρβων carbo masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωνος — κάρβων carbo masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάρβωσιν — κάρβων carbo masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρβώνιον — και καρβώνιν, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κάρβων*) καρβουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβων + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. λόγ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κάρβουνο — το (Μ κάρβουνο[ν] και κάρβωνον) 1. άνθρακας, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο 2. μτφ. ερωτικός πόθος, πάθος («και να γροικού κάρβουνο στσι καρδιές τως», Πανώρ. νεοελλ. 1. κάθε είδος άνθρακα, γαιάνθρακας, λιγνίτης, λιθάνθρακας ή ξυλάνθρακας 2. (στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”